χρηστοήθεια

χρηστοήθεια
η
1) высокая нравственность, добропорядочность; 2) учтивость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρηστοήθεια" в других словарях:

  • χρηστοήθεια — goodness of heart fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστοήθεια — η η χρηστότητα του ήθους, η ηθικότητα, η εντιμότητα: Διακρίνεται για τη χρηστοήθειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηστοήθεια — η, ΝΜΑ [χρηστοήθης] η ιδιότητα τού χρηστοήθους, ηθικότητα, τιμιότητα …   Dictionary of Greek

  • χρηστοηθείας — χρηστοηθείᾱς , χρηστοήθεια goodness of heart fem acc pl χρηστοηθείᾱς , χρηστοήθεια goodness of heart fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστοήθειαν — χρηστοήθεια goodness of heart fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АНТОНИЙ МЕЛИССА — [греч. ̓Αντώνιος Μοναχός, Μέλισσα] (кон. XI XII в.), мон., греч. духовный писатель. Известен как автор сб. «Мелисса» (Пчела), создание к рого относится ко времени не ранее кон. XI в., поскольку в нем цитируется Феофилакт Болгарский, архиеп.… …   Православная энциклопедия

  • Никодим Святогорец — (в мире Николай, 1749 1808) духовный писатель. Родился на острове Наксосе; постригся в монахи на Афоне. Главные его труды: Γυμνάσματα πνευματικά (Венеция, 1800) ряд наставлений о духовных упражнениях и подвигах; Πηδάλιον или Кормчая книга (см.);… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Neugriechische Literatur — Neugriechische Literatur. Die n. L. kann nur in unmittelbarem Zusammenhang mit der byzantinischen Literatur richtig beurteilt werden. Die tiefe Spaltung zwischen volkstümlicher und Kunstpoesie erklärt sich aus dem Bestreben, die Form einer… …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • καλοήθης — όηθες (AM καλοήθης) αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός ||νεοελλ. ιατρ. (για νόσημα, όγκο κ.λπ.) αυτός που παρουσιάζει ήπια μορφή, μη θανατηφόρος, ακίνδυνος, ευκολοθεράπευτος («καλοήθης όγκος») μσν. 1. αυτός που έχει λεπτά,… …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος ο Αγιορείτης — (Νάξος 1749 – Άγιον Όρος 1809). Λόγιος μοναχός και πολυγραφότατος συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων. Μαθητής σε κάποιο ενοριακό σχολείο της πατρίδας του, σπουδαστής αργότερα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1765 70), κοντά στον υπερσυντηριτικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»